- στεφανηπλόκια
- τά, Α [στεφανηπλόκος]τόπος όπου έπλεκαν ή πωλούσαν στεφάνια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στεφανηπλόκια — place where wreaths are plaited neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθυπλοκία — εὐθυπλοκία, ἡ (Α) ευθύ πλέξιμο, ομαλή ύφανση. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ευθυπλόκος (ευθυ * + πλόκος < πλέκω) κατά τα δολο πλόκος > δολοπλοκία, στεφανη πλόκος > στεφανηπλοκία] … Dictionary of Greek